- κοσμογυρισμένος
- -η, -ο1. αυτός που έχει ταξιδέψει σε πολλά μέρη2. μτφ. πολύ έμπειρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμογυρισμένος — κοσμογυρισμένος, η, ο και κοσμογύριστος, η, ο αυτός που έχει γυρίσει τον κόσμο, κοσμοπερπατημένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κοσμογύριστος — η, ό κοσμογυρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοσμογυρίζω] … Dictionary of Greek
κοσμοταξιδεμένος — η, ο και κοσμοταξίδευτος, η, ο αυτός που έχει ταξιδέψει σε πολλά μέρη τής γης, κοσμογυρισμένος … Dictionary of Greek
τετραπέρατος — η, ο / τετραπέρατος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. ευφυέστατος, πανέξυπνος μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετραπέρατα τα τέσσερα πέρατα τού κόσμου μσν. αρχ. αυτός που έχει τέσσερα πέρατα («προνοητοῡ πάσης τῆς τετραπεράτου... κτίσεως», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κοσμογύριστος — η, ο βλ. κοσμογυρισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπατώ — και περπατώ περ(ι)πάτησα 1. πηγαίνω με τα πόδια, πεζοπορώ, περιφέρομαι, βαδίζω: Περ(ι)πατήσαμε δύο ώρες, ώσπου να φτάσουμε στον προορισμό μας. 2. κάνω περίπατο: Περ(ι)πάτησα, να πάρω λίγο αέρα. 3. ως μτβ., συνοδεύω, κάνω παρέα, οδηγώ,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)